-
1 παραβιάζω
-
2 σύνορο(ν)
τό1) (чаще πλ.) граница;περνώ (παραβιάζω) τα σύνορα — переходить (нарушать) границу;
φυσικά σύνορα — естественная граница;
2) перен. граница, грань -
3 σύνορο(ν)
τό1) (чаще πλ.) граница;περνώ (παραβιάζω) τα σύνορα — переходить (нарушать) границу;
φυσικά σύνορα — естественная граница;
2) перен. граница, грань
См. также в других словарях:
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek